κοπανιστήριον
Look at other dictionaries:
κοπανιστήριον — vessel for braying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπανιστήρι(ο) — το (Α κοπανιστήριον) [κοπανίζω] σκεύος που χρησιμοποιείται για κοπάνισμα, γουδί … Dictionary of Greek